Φυσικά ήταν καταδικασμένο απ την αρχή. Τώρα το ξέρω
που τελείωσε τόσο γρήγορα, αλλά τότε ήμουν νέος.
Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από εκείνο το καλοκαίρι στο Σιάτλ-
εκτός από εκείνη. Η πόλη ήταν απλώς ένα βροχερό σκηνικό.
Από την πρώτη στιγμή που την πρωτοείδα καθισμένη στο γραφείο
είχα νιώσει ένα τρέμουλο. Άρχισα να επισκέπτομαι τον όροφο της.
Δεν μπορούσα να δουλέψω αν δεν την έβλεπα. Έστω για λίγο.
Κάποτε ανταλλάξαμε ματιές, αλλά δε μιλήσαμε ποτέ.
Μετά τυχαία σε ένα πάρτι βρεθήκαμε μόνοι.
Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και καταλήξαμε στο κρεβάτι.
Μιλούσαμε όλο το βράδυ. Ισχυρίστηκε ότι καιρό της άρεσα
Το κρατούσε κρυφά για μήνες. Αναρωτιέμαι τώρα αν ήταν αλήθεια.
Δύο εβδομάδες αργότερα ο πατέρας της έπαθε καρδιακή προσβολή.
Όσο ήταν στο Σικάγο, έκλεισαν στη δουλειά το τμήμα μας.
Ποτέ δεν ήμουν από αυτούς τους ρομαντικούς που γράφουν ποιήματα.
Και στο τηλέφωνο κάθε φορά είχαμε πολύ λιγότερα να πούμε.
Και αυτό ήταν – μόνο δύο βδομάδες ζωής που κόβουν την ανάσα,
και μετά ακολουθούν χρόνια ήπιας λύπης και ευκαιριακής εικασίας.
Αυτό όμως σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος. Δεν το αντιλαμβάνεσαι
όσο το ζεις. Το αναγνωρίζεις αργότερα από τον πόνο της μνήμης.
Όταν δεν μπορείς να το ξαναζήσεις. Και τότε έχεις να διαλέξεις
είτε να θυμηθείς είτε να ξεχάσεις, είτε να νιώσεις τύψεις
ή τίποτα απολύτως. Ίσως και να μην ήταν πραγματικά αγάπη.
Αλλά ποιος μπορεί να πει με σιγουριά αν έχει ζήσει τίποτα άλλο πιο βαθύ;
[απόδοση: Β.Γ.
artworks : Kalliope Amorphous]