«Να πάμε να ανοίξουμε μια εκκλησία» μας είπαν. Μέσα Απριλίου. Αφήσαμε τα αυτοκίνητα
στην άκρη του δρόμου και πήραμε το μονοπάτι δεξιά. Στην πλαγιά θάμνοι, λουλούδια κι
ανθισμένες ασφάκες. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ο ναός αγιογραφημένος, αλλά με
ξεθωριασμένες τις μορφές των αγίων, δεν είχε φως. Ανάψαμε όλοι από ένα κερί. Από τα
σπασμένα παράθυρα εισέβαλλε η υγρασία με όλες τις μυρωδιές του απόβραδου. Ο ιερέας
έβαλε το «Ευλογητός» και ψάλαμε την παράκληση στην Παναγία. Στην επιστροφή, είκοσι
άνθρωποι, ο ένας πίσω από τον άλλον, με ένα μισό φεγγάρι ψηλά, δεκάδες πυγολαμπίδες
να πετούν γύρω μας και τον φακό των κινητών να μας δείχνει τον δρόμο, μοιάζαμε με
διήγημα του Παπαδιαμάντη: μια λιτανεία πιστών ή συντροφιά που επιστρέφει από
Ανάσταση. Μια Ανάσταση η πίστη στην οποία κράτησε ζωντανούς τόσα χρόνια τους
ανθρώπους στον μαρτυρικό ετούτο τόπο, τα ορφανά, που αφέθηκαν στα σκληρά χέρια μιας
μητριάς που δεν τα αγάπησε ποτέ σαν παιδιά της.
One Response
Ὑπέροχο!
Μπράβο, ξανά Μπράβο,
καί Εὐχαριστίες
στόν συγγραφέα του
Ἀλέξανδρο Βαναργιώτη!