Ξαπλωμένη μπρούμυτα σε έναν λείο, ζεστό βράχο, έχω το ένα χέρι μου κρεμασμένο για να χαϊδέψω τις γυαλισμένες άκρες της θερμαινόμενης από τον ήλιο πέτρας και να νιώσω τις απαλές καμπύλες της. Εκπέμπει μια ζέστη, μια ζεστασιά τόσο έντονη και ευχάριστη που μου φαίνεται σαν να είναι ανθρώπινο σώμα. Είναι μια πολύ έντονη ζέστη, που περνά από το ύφασμα του μαγιό και απλώνεται σε όλο μου το σώμα ενώ νιώθω τον πόνο του στήθους μου πάνω στη σκληρή, λεία πέτρα. Ένας αλμυρός, υγρός άνεμος φυσάει ανακατεύοντας τα μαλλιά μου και οι μπλε λάμψεις της θάλασσας αστράφτουν στο πάχος της. Ο ήλιος διαπερνά κάθε πόρο μου και χορταίνει όλες τις πεινασμένες μου ίνες με μια απέραντη χρυσή γαλήνη. Ξαπλωμένη στον βράχο, με το σώμα μου στην αρχή τεντωμένο, μετά χαλαρό, ένιωσα τον ήλιο να με βιάζει απαλά σε εκείνο το βωμό και να με γεμίζει με τη θερμότητα του απρόσωπου και κολοσσιαίου θεού της φύσης. Ζεστό και διεστραμμένο ήταν το σώμα της αγάπης μου κάτω από το δικό μου, και το άγγιγμα της σμιλεμένης σάρκας του ήταν ασύγκριτο: ούτε απαλό, ούτε αφράτο, ούτε ιδρωμένο, αλλά στεγνό, σκληρό, απαλό, καθαρό και αγνό. Και ήμουν από πάνω, άσπρη σαν ελεφαντόδοντο, γιατί με είχε λούσει η θάλασσα, με είχε πλύνει, με είχε βαφτίσει να εξαγνιστεί, και ο ήλιος με είχε στεγνώσει, αφήνοντάς με καθαρή και απαλή.
Σαν εύθραυστα φύκια, τραγανά και εμποτισμένα με μια έντονη μυρωδιά, σαν διαβρωμένες, γυαλισμένες, στρογγυλεμένες, καθαρές πέτρες, σαν το οξύ και αλμυρό αεράκι, αυτό ήταν το σώμα της αγαπημένης μου. Αυτή η οργιαστική θυσία στο βωμό του βράχου και του ήλιου ήταν αρκετή για να βγω λαμπρή, καθαρή, από τους αιώνες της αγάπης, ικανοποιημένη με την καταβροχθιστική φωτιά της ανέμελης και αιώνιας επιθυμίας μου.
[Απόδοση : Β.Γ.]
