Να τους κάψω όλους ήθελα, να μ΄ αφήνανε ήσυχο
όχι ένας, αλλά δέκα τενεκέδες τίγκα ώς πάνω
ξέχειλοι μπενζίνα και φόκο μετά, πέτρα στην πέτρα
μήτε σκλήθρα ορθή να μη μείνει.
Κι ό,τι ζήσαμε ώς τώρα, αποκαΐδια στεγνά
μια καψάλα, της φωτιάς παρανάλωμα, ίδιο κάρβουνο
που αέρα ρουφά, που σφυρίζει στριγκά κι όλη
νύχτα κουφοκαίει στα σπλάχνα.
Μες στις φλόγες δεν έβλεπα, στην πυκνή την αθάλη
τα καμένα μου τσίνορα, σαν γερτό ένα κεφάλι.
Τα μαλλιά μου τσουρούφλισα, στα εικονίσματα αρπάζουν
τα στέφανα, στη στιγμή γίνοντ΄ όλα λαμπάδα
στους καπνούς μέσα πνίγεται, σπαρταράει η δόλια η ζωή
η ζωή μου κι εκείνη των άλλωνε στάχτη
σαν στουπί χωνεμένο.
Δεν βλέπω, δεν έβλεπα τίποτα, μήτε αυτούς μητ΄ εμένα
-πώς να τα ΄βλεπα;- με τα φρένα μου σμπαράλια
σπασμένα, καμίνι που ανθρακώνει αυτουνούς
καμίνι που ανθρακώνει κι εμένα.
Κι αν με στήσαν στον Τούρλο εκεί, αχ βρε μάνα,
απ΄ το βλέμμα δεν σβήνεται του κόσμου ετούτου η λάβρα.
Δες, πλησίασε κι άγγιξε δω, πως κατάσαρκα στο στήθος
για πάντα φορώ φυλαχτό το μολύβι το καυτό
που μού ΄ριξαν κείνοι.
[Υπόθεση εργασίας: ποιητές της γενιάς του 80 που γεννήθηκαν μεταξύ