Well, surely is reading Henry James, because when asked what his book is he
says, ‘Rr Rff-rff Rr-rr-rff-rrf-rrf’, easily scanned as The Princess Casamassima /
Thomas Pynchon, Against the Day
Είχε δει/ακούσει/μάθει/γευτεί/απολαύσει το ένα και το άλλο, πολλά, εδώ κι
εκεί, μόνος αλλά και, κυρίως, με φίλους, καλοδιαλεγμένα καλλιεργημένα
αλάνια, λόγιους ληστές και προδότες του γραπτού λόγου, και έλεγε ότι οι
αναμνήσεις είναι η παρτιτούρα για τη μουσική που ξεγελάει το χρόνο, που
κάνει μελωδία το «βουητό του καταρράκτη του χρόνου», και επέμενε να
διακονεί το λογοτεχνικό είδος της αυτοβιολογίας, κάτι σαν ταξινόμηση/
διευθέτηση/παράταξη των σκόρπιων θραυσμάτων της μνήμης, τα οποία
συνέλεγε με ακρίβεια λεπιδοπτερολόγου σε τακτικές επιδρομές του στο
χαοτικό ορυχείο των δεκαετιών, των ετών, των μηνών, των εβδομάδων, των
ημερών, των ωρών, των λεπτών, των δευτερολέπτων, και έφτιαχνε έτσι κι
αυτός το κτίσμα του, ένα άυλο κι ωστόσο σθεναρό οχυρό, ένα Άλαμουτ
απόρθητο, καμωμένο από των ενυπνίων την ύλη.
Είχε αναπάντεχα, από το σχεδόν πουθενά, από τις μεθορίους του Είναι και
του Μηδενός, ανασύρει, και λατρέψει, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το
γιατί (άλλωστε χρόνια τώρα του ήσαν αδιάφορα τα γιατί, νοιαζόταν και
μεριμνούσε μόνον για τα πώς — «Δεν μ ̓ ενδιαφέρει γιατί θέλω να έχω
άπαντα τα βινύλια και τα βιβλία του Μπομπ Ντύλαν, με νοιάζει μόνο πώς θα
τα αποκτήσω», είχε πει εκείνο το αλησμόνητο βράδυ στην Αλίκη Δέτση,
ενόσω έπιναν τζιν με τόνικ, άκουγαν μουσική, και συζητούσαν για τον
Ρόμπερτ Φρανκ, τον Γιόνας Μέκας, και τον Επαμεινώνδα Γονατά), ναι, είχε
ανασύρει και λατρέψει την εναρκτήρια φράση από ένα λογοτέχνημα που,
όπως όλους τους βιβλιόφιλους, είχε υπνωτιστικά συνεπάρει και αυτόν:
«Ακούστηκε πως ένα καινούργιο πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του στον
περίπατο: μια κυρία με ένα σκυλάκι».
Τα παιχνίδια της μνήμης και οι σπείρες του χρόνου – γιατί τι άλλο, άλλωστε,
είμαστε αν όχι τα αθύρματα του χρόνου, που όσο κι αν μοχθούμε, όσο κι αν
επιζητούμε μιαν άλλη σχέση μαζί του, καταλήγουμε ηττημένοι (αλλά είναι
λυτρωτική, νικηφόρα ήττα να αποδεχτούμε ότι ο χρόνος είναι ο ζογκλέρ κι
εμείς οι κορίνες, τα μπαλάκια και οι κρίκοι του) — ναι, είμαστε το σκυλί κι ο
χρόνος είναι το λουρί, και μονάχα με τον σουγιά της Ποίησης το κόβεις, ή
αλλιώς παρακαλάς να μην είναι τριχιά και να είναι μακρύ.
Είχε φροντίσει, ο Οδυσσέας Γεωργίου, να γνωρίσει το καινούργιο πρόσωπο
που έκανε την εμφάνισή του στον περίπατο, όπως στο διήγημα του Τσέχοφ,
μόνο που, βέβαια, δεν ήταν κυρία, και δεν επρόκετο για τη Γιαλτα, αλλά για
το Βερολίνο, και δεν είχε, ο Γεωργίου, σε αντίθεση με τον Ντμίτρι Ντμίτρτς
Γκούρωφ, κανένα ενδιαφέρον για τις καινούργιες αφίξεις, απλώς σκότωνε
τον χρόνο του, πριν τον σκοτώσει αυτός, γράφοντας και διαβάζοντας και
πίνοντας με κάποια πρώην ένδοξα (την δεκαετία του ογδόντα, τότε ένδοξα)
βιβλιομανή και μουσόφιλα ρεμάλια, μάλιστα είχαν γνωρίσει και τον μακαρίτη
Ντένις Χόπερ που βρισκόταν στη Διχασμένη Πόλη για τα γυρίσματα μιας
μεταπάνκ ταινίας. Είχαν επιλέξει καλά το μέρος των συναντήσεων, ένα
υπερμπάρ σχεδιασμένο και κατασκευασμένο σαν αερόπλοιο, Inconvenience
έλεγε η ταμπέλα, με φως νέον αλλά παλαιά γραμματοσειρά, των αρχών του
εικοστού αιώνα. Στο Inconvenience διεξάγονταν (ωωω!) τώρα οι συνάξεις
τους, ήδη από το 2010 το είχαν κάνει στέκι τους, και εκεί πληροφορήθηκε ο
Γεωργίου την νέα άφιξη, την κοπέλα με το σκυλάκι, μόνο που δεν ήταν
σκυλάκι, αλλά ένα θαύμα της φύσεως, ένα ημίαιμο Λαμπραντόρ Ριτρίβερ,
χάρμα οφθαλμών και προικισμένο με ιδιαίτερη νοημοσύνη.
«Πάγκναξ, το λένε», είχε πει η Ζακλίν εκείνο το απόβραδο στο
Inconvenience. «Ο Πάγκναξ διαλέγει κάθε φορά το βιβλίο που θα διαβάσω».
Και εξήγησε στον κατά τι εμβρόντητο, αλλά διόλου δύσπιστο Οδυσσέα (μαιτρ
της τακτικής/στρατηγικής «Δεχόμαστε ό,τι μας λένε, κι όταν το παρακάνουν
με τα εσκαμμένα και τα εσκεμμένα, τους πετάμε απ ̓ τη ζωή κι από τα
δευτερόλεπτά μας»), ότι ο Πάγκναξ περιφερόταν κάθε τόσο στην αχανή
βιβλιοθήκη του Τσαρλς Μέισον, του πατριού της Ζακλίν, και φημισμένου
αστρονόμου, μύριζε/οσφραινόταν/ρουθούνιζε εδώ κι εκεί, τιναζόταν/
πεταγόταν/τεντωνόταν, και κατέληγε σε έναν τόμο και δεν το κουνούσε από
κει, αν δεν φρόντιζε η Ζακλίν να σιμώσει και να πάρει στα χέρια της το τόμο
και να στρωθεί στο σεκρετέρ και ν ̓ αρχίσει το διάβασμα.
Το απόβραδο έγινε βράδυ, το βράδυ έγινε νύχτα, η νύχτα έγινε ξημέρωμα, η
μπίρα έγινε κρασί, το κρασί έγινε ουίσκι, το ουίσκι έγινε κι άλλο ουίσκι, το κι
άλλο ουίσκι έγινε κι άλλο/κι άλλο/κι άλλο ουίσκι, το Inconvenience έγινε η
κατοικία του Μέισον στην άλλη άκρη του Βερολίνου, η Ζακλίν έγινε εφήμερη
ερωμένη, ο Γεωργίου έγινε εφήμερος εραστής, ο Πάγκναξ μύρισε/
οσφράνθηκε/ρουθούνισε και μετά τινάχτηκε/ πετάχτηκε/τεντώθηκε και
κατόπιν κατέληξε στο Infinite Jest, και η Ζακλίν το δώρισε στον Οδυσσέα και
τον φίλησε στη μύτη, και το Βερολίνο έγινε Αθήνα, και το 2015 έγινε 2019,
και το 2019 έγινε 2023, και η Ζακλίν στέλνει με το ταχυδρομείο κάθε έξι
μήνες ένα βιβλίο που έχει επιλέξει ο Πάγκναξ στον Οδυσσέα, και ο Οδυσσέας
στέλνει στη Ζακλίν ένα βιβλίο που ο ίδιος επιλέγει για τη Ζακλίν, και αυτά τα
οχτώ χρόνια, ενώ δεν έχουν ξαναβρεθεί νιώθουν ότι είναι δύο σκανδαλιάρικα
αδέλφια που ζούνε στο αχανές σύμπαν που λέγεται Βιβλιοθήκη και έχουν
οδηγό τους τον Πάγκναξ, και πολλές φορές ο Γεωργίου βηματίζει με τις
ώρες στο δωμάτιό του και ανακαλεί χαμογελώντας τις αναμνήσεις του από
εκείνο το απόβραδο που έγινε βράδυ/νύχτα/ξημέρωμα, κι ύστερα οι
αναμνήσεις γίνονται ονειροπολήσεις και μέσα στη φαντασία του το παρελθόν
γίνεται ένα με το μέλλον ενώ το παρόν είναι αφοσιωμένο στη συγγραφή ενός
ακόμα αυτοβιολογικού βιβλίου της σειράς Κονσέρτο για Τέσσερις Δεκαετίες
και στη μετάφραση των χιλίων εβδομήντα εννέα σελίδων του Infinite Jest.