Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Ψυχοστασία] της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Το όνομά της θύμιζε καταιγίδα ‒ όχι λόγω ποιητικών αντηχήσεων, αλλά κυριολεκτικά. Την έλεγαν Ντάρσυ, ένα όνομα προσφιλές στους μετεωρολόγους, που το χρησιμοποιούσαν συχνά για να βαφτίσουν καταιγίδες μέτριας έντασης, μέχρι που μία από αυτές υπερέβη τη μετριότητά της και κάρφωσε μια τσίγκινη σκεπή στο καμπαναριό της Παναγιάς των Εγκρεμνών.

Όταν τη γνώρισα, χασκογελούσε στο μεγάλο χολ μπροστά από την αίθουσα εκδηλώσεων, ασόβαρη και αταίριαστη με τους βαρύποδες, κουλτουριάρηδες δεινοσαύρους που την περιτριγύριζαν. Σίγουρα ήταν το πουλέν του διοργανωτή ‒ μας είχε συνηθίσει σε αιθέριες και μετεωρικές παρουσίες που γρήγορα εγκατέλειπαν τη φαντασίωση να καθιερωθούν μέσω του κρεβατιού και εξαφανίζονταν από τον χώρο όσο αναίμακτα είχαν εμφανιστεί. Στο συνάφι κυκλοφορούσε το αστείο πως μάλλον πηδιόντουσαν ακόμα χειρότερα απ’ όσο έγραφαν.

«Από εδώ η Ντάρσυ Παπαλεξάνδρου», είπε ο Σούρσος, ο εκδότης. Μάλλον την κυνηγούσε ακόμη. Αν του είχε κάτσει, θα τη σύστηνε με κάτι πιο κτητικό και στομφώδες, όπως: «Έχεις γνωρίσει τη νέα Άτγουντ μου;» ή κάτι παρόμοιας γλίτσας και αστοχίας, δεδομένου ότι την Άτγουντ κανείς δεν την είχε γνωρίσει νέα.

Η Ντάρσυ έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση.

«Σας έχω διαβάσει;» τη ρώτησα, για να εκμεταλλευτώ την υποβόσκουσα ματαιοδοξία που φέρουν όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων ‒ αρχίζουν να λογορροούν για το έργο τους λες και δεν έχει ήδη κορυφαία αριστουργήματα η λογοτεχνία να διαβάσουμε.

«Και τι είστε; Παπάς;» με ρώτησε και έσκασε στα γέλια.

«Όχι, κριτικός λογοτεχνίας», της απάντησα χαμογελώντας.

«Πάντως θάβετε», είπε και βάλαμε και οι δυο τα γέλια. Ο εκδότης και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι δεν κατάλαβαν γιατί γελούσαμε ή, ακόμη χειρότερα, δεν καταλάβαιναν πώς τολμούσαμε και γελούσαμε κατά τη διάρκεια μιας τόσος σοβαρής βραδιάς.

«Πώς σας φάνηκαν τα βραβεία;» τη ρώτησα.

«Θεέ μου», είπε αναστενάζοντας θεατρικά. «Δεν ήξερα πως θα μπορούσα ποτέ να βαρεθώ τόσο πολύ».

«Και πού να είχες διαβάσει και τα βιβλία που βραβεύτηκαν», της είπε χαμογελώντας ο Λαμπρόπουλος, ο ποιητής. «Εκεί να δεις βαρεμάρα».

Ο Σούρσος τη σκούντηξε και ξερόβηξε.

«Μας συγχωρείτε», είπε και την τράβηξε από το χέρι παράμερα. Προφανώς η Ντάρσυ αγνοούσε πως οι συνομιλητές της αποτελούσαν την κριτική επιτροπή ή δεν της καιγόταν καρφάκι. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να πάρω το τηλέφωνό της. Σιχτίρισα από μέσα μου που είχα θεωρήσει την ιδέα της εκτύπωσης επαγγελματικών καρτών πολύ μπουρζουά για μένα.

Προσποιήθηκα πως παρακολουθούσα τη συζήτηση μεταξύ των μελών της κριτικής επιτροπής για τις αρετές του μυθιστορήματος που απέσπασε το πρώτο βραβείο ‒δεν υπήρχε καμία και ο Λαμπρόπουλος απλώς απαριθμούσε τα λιγότερο θανάσιμα σφάλματά του‒, ενώ οι υπόλοιποι έγνεφαν καταφατικά ή είχαν καταφύγει σε ένα είδος διαλογισμού με επαναλαμβανόμενες κινήσεις του κεφαλιού προς τα μπρος για να γλιτώσουν από την αβάστακτη πλήξη.

Όταν είδα πως οι επιπλήξεις του Σούρσου είχαν κοπάσει και η Ντάρσυ στεκόταν δίπλα του σιωπηλή εξετάζοντας τι δουλειά είχε κάνει ο μπογιατζής στον τοίχο, άδραξα την ευκαιρία να τους πλησιάσω.

«Συγχωρήστε με για τη διακοπή», ξεκίνησα να λέω.

«Μακάρι να ήταν και η ΔΕΗ τόσο ευγενική», είπε η Ντάρσυ χαμογελώντας. Ο Σούρσος τη στραβοκοίταξε και εκείνη σοβάρεψε απότομα, χωρίς να το εννοεί όμως, όπως ένας κλόουν όταν πατάει κατά λάθος κάτι μυτερό.

«Δεν πρόλαβα να σας συστηθώ», είπα. «Ονομάζομαι Ανδρέου. Δαμιανός Ανδρέου».

Η Ντάρσυ έκανε την πανανθρώπινη γκριμάτσα που κάνει όποιος ανακαλύπτει πως το πιτόγυρο που παρήγγειλε με σος είχε μέσα τελικά τζατζίκι.

«Α, ώστε έχετε και ονοματεπώνυμο;» ρώτησε η Ντάρσυ και χαμογέλασε πάλι. «Σας έχω ακουστά ως ο Σκύλος ή ο Κακό-ψόφο-να-’χει».

«Αυτοπροσώπως», είπα και έτεινα το χέρι μου.

«Η δουλειά δεν είναι ντροπή», είπε και μου έσφιξε το χέρι. Το χεράκι της είχε κάτι από την καπατσοσύνη και την απαλότητα γατίσιου άκρου.

Ο Σούρσος προφανώς δεν την άντεχε άλλο.

«Πάω στο μπαρ», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και εξαφανίστηκε.

«Επιτέλους μόνοι», της είπα με νόημα. Η Ντάρσυ κοίταξε ολόγυρά μας τα πηγαδάκια των παρευρισκόμενων και ανασήκωσε τους ώμους της παιχνιδιάρικα.

«Ένας κριτικός λογοτεχνίας ποτέ δεν είναι μόνος, κύριε Ανδρέου», είπε. «Πάντα τον συντροφεύουν οι τύψεις του».

«Ω, μα είστε τόσο ρομαντική», τη διέκοψα. «Είναι καθαρή αφέλεια να πιστεύετε πως έχουμε τύψεις».

«Καούρες τότε;» με ρώτησε πονηρά. «Οι καούρες είναι οι σωματοποιημένες σας τύψεις».

Η συζήτηση βολόδερνε σε άγονους τόπους, σαν πρόσφατα αδέσποτο σκυλί ‒ πώς θα έβρισκα ευκαιρία να ζητήσω το τηλέφωνο της;

«Δεν είμαι δα και τόσο μεγάλος για να βασανίζομαι από τέτοια πράγματα. Είμαι του ’79».

«Μωρό της Μεταπολίτευσης; Ελπίζω να αποδειχθείτε λιγότερο καταστροφικός».

Δεν σχολίασα.

«Με τι ασχολείστε, αν επιτρέπεται; Να μαντέψω… Μήπως είστε συγγραφέας;»

Η Ντάρσυ έφερε την παλάμη της μπροστά από το στόμα της και ακούμπησε τα δάχτυλα στη μύτη της. Νόμιζα πως θα χασμουρηθεί ή θα γελάσει, εκείνη όμως απλώς μύρισε τα δάχτυλά της και ξανακατέβασε το χέρι της.

«Ήθελα να δω αν μυρίζω χαρτί», εξήγησε όταν συνέχισα να την κοιτάζω σαν χάνος.

«Μυρίζετε κάτι γαλλικό, θα έλεγα».

«Γαλλικό;» ρώτησε προβληματισμένη. «Μήπως κρουασάν;»

Εννοούσα κάποιο άρωμα ακριβού οίκου μόδας, συνειδητοποίησα όμως πως ακροβατούσα επικίνδυνα ανάμεσα στο να παρεξηγηθεί ή να με θεωρήσει γκέι ή, γνωρίζοντας την τύχη μου, και τα δύο ταυτόχρονα.

«Όχι, δεν είμαι συγγραφέας», είπε. «Αγαπώ τη λογοτεχνία υπερβολικά πολύ για να την επιβαρύνω με τη μετριότητά μου».

«Και εγώ το ίδιο νιώθω για τις γυναίκες», είπα χωρίς καν να ξέρω γιατί.

«Α, δεν θα το καταλάβαινα με τίποτε», είπε. «Εντάξει. Θα γίνουμε λοιπόν καλοί φίλοι».

Νόμιζα πως διέκρινα απογοήτευση στη φωνή της. Πάντως θα ήταν ακόμα πιο εξευτελιστικό να επιμείνω ότι δεν ήμουν γκέι με όποιες προεκτάσεις θα είχε αυτό για την πολιτική ορθότητα της συζήτησης.

Με χαιρέτησε ευγενικά και πήγε να βρει τον Σούρσο, ενώ εγώ σκεφτόμουν πως δεν θα την ξαναέβλεπα ποτέ αφού δεν ήταν του χώρου.

Δυο μέρες αργότερα πίναμε κονιάκ Μεταξάς καθισμένοι δίπλα δίπλα στον χώρο εστίασης του Νεκροταφείου Χαλανδρίου.

Δύο τραπέζια παραπέρα η γυναίκα του Λαμπρόπουλου δεχόταν συλλυπητήρια συσωρευτικά ‒ με κάθε νέα εκδήλωση συμπάθειας, οι ώμοι της γίνονταν όλο και λιγότερο εύκαμπτοι, λες και κάποιος στοίβαζε πάνω τους κοτρόνες.

Είχα συρρικνωθεί στην καρέκλα μου, προσπαθώντας όσο το δυνατόν λιγότερα τετραγωνικά εκατοστά του σώματός μου να έρχονται σε επαφή με τις μιαρές επιφάνειες της αίθουσας: πολυκαιρισμένα τραπέζια, τις λερές από τα πένθη και τα συμφέροντα καρέκλες, τα ποτήρια που είχαν επαναχρησιμοποιηθεί τόσες φορές, ώστε πάνω τους μπορούσες να διακρίνεις στα άλατα και στη λίγδα το ολόγραμμα του μακαρίτη.

«Τον αγαπούσατε τον συγχωρεμένο;» με ρώτησε η Ντάρσυ με κάποιου είδους ανησυχία, προφανώς παρερμηνεύοντας την αηδία μου για τον εργοστασιακής αποτελεσματικότητας μηχανισμό κηδείας: Ψάλτε, φτυαρίστε, τελειώσατε.

«Ο Δαμιανός δεν αγαπάει ούτε τα άντερά του», προσφέρθηκε να εξηγήσει ο Σούρσος που καθόταν απέναντι.

«Δεν θα το έλεγα ακριβώς έτσι», πήγα να διακόψω, αλλά παραιτήθηκα. Αλλιώς είχα φανταστεί να πίνουμε το πρώτο μας ποτό με την Ντάρσυ ‒ σίγουρα όχι κονιάκ, σίγουρα όχι με μια χήρα να αλυχτάει πίσω μας και τον Σούρσο να με καρφώνει με τα μάτια του. Το μόνο καλό ήταν πως, ό,τι πίναμε, ήταν κερασμένο εις μνήμην του μακαρίτη.

«Ο Λαμπρόπουλος μου ήταν συμπαθής», πρόσθεσα. Ο Σούρσος κάγχασε και έκλεισε το μάτι στην Ντάρσυ. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και χαμήλωσε τα μάτια.

«Ω, πόσο λυπάμαι», μου είπε και μου έπιασε το χέρι με το γατίσιο χεράκι της. Τα νύχια της ήταν βαμμένα στο κόκκινο του αίματος και γυάλιζαν σαν δέκα μελωμένα βύσσινα. Άνετα τα έγλειφα ένα προς ένα επιτόπου.

«Πόσο σκληρό πρέπει να είναι…» έσκυψε και μου ψιθύρισε στο αυτί, τόσο κοντά, που ένιωθα τη γλώσσα της να γυροφέρνει τον αέρα κοντά στο δέρμα του λαιμού μου.

«Έχετε δίκιο», της είπα και, χωρίς να σκεφτώ, ήμουν έτοιμος να βάλω το χέρι της στον καβάλο μου για να επιβεβαιώσουμε τα λεγόμενά της.

«Πόσο σκληρό πρέπει να είναι να χάνει κανείς τον άνθρωπό του σε μια σχέση…» κόμπιασε λιγάκι, «παράνομη και να πενθεί κρυφά, ενώ η αντίζηλός του, η σύζυγος, να δέχεται όλες τις φροντίδες και την αγάπη των παρευρισκόμενων».

Μαρμάρωσα. Άλλο να με θεωρεί γκέι άλλο να πιστεύει πως τα είχα κρυφά με τον εκλιπόντα. Δεν είχα πολλές ηθικές αναστολές, αλλά σίγουρα δεν θα διατηρούσα δεσμό με παντρεμένο. Αλλά ακόμα και να τα είχα με παντρεμένο, σίγουρα μπορούσα να βρω κάποιον καλύτερο από τον Λαμπρόπουλο: Η φαλάκρα του ήταν πάντα ιδρωμένη, σαν κωλομέρι παλαιστή σούμο, και ντυνόταν σαν σερβιτόρος στη δεκαετία του ’60 που έχει να αλλάξει πουκάμισο από τότε. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει κανείς να ξέρει να επιχειρηματολογεί ‒ το μόνο που σκεφτόμουν όμως ήταν πως η ήδη ξέμακρη πιθανότητα να της πιπιλίσω τα δαχτυλάκια απομακρυνόταν ακόμα περισσότερο.

«Συγνώμη, παραφέρθηκα», είπε και έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσάντα της. Σημείωσε πάνω το τηλέφωνό της και μου το έδωσε. «Δεν θα έπρεπε να μπλέκομαι στα προσωπικά σας, αλλά αν θέλετε να συζητήσουμε πάρτε με ένα τηλέφωνο».

Το γεγονός ότι μοίραζε τα τηλεφωνά της δεξιά και αριστερά μπροστά στον Σούρσο με ερέθισε ακόμα περισσότερο.

«Σας ευχαριστώ», είπα και, τσαλακώνοντας το χαρτί, το πέταξα στο πάτωμα. «Αλλά, όπως είπατε και εσείς, δεν θα έπρεπε να μπλέκεστε». Σηκώθηκα και έφυγα, επαναλαμβάνοντας διαρκώς από μέσα μου, για να μην τα ξεχάσω, τα τρία τελευταία ψηφία του κινητού της, που ήταν τα μόνα διαφορετικά από το δικό μου.

Την επομένη το πρωί, τη χειρότερη στιγμή για να με ενοχλήσει κάποιος ‒τη στιγμή που έχω φέρει στα χείλη μου την κούπα με τον καφέ, αρκετά κοντά για να νιώσω τη ζεστασιά του να μπαίνει στη μύτη μου και τη γεύση του να ιντριγκάρει τη γλώσσα μου, αλλά πριν προλάβω να γευτώ την πρώτη γουλιά‒ χτύπησε το τηλέφωνο. Ήμουν σίγουρος πως ήταν η μάνα μου, καθώς το ρεκόρ της στο να με παίρνει τηλέφωνο την πλέον ακατάλληλη στιγμή είναι αξεπέραστο: Ίσως έχει κάποιο φωτοκύτταρο συνδεδεμένο στα σουτιέν των συντρόφων μου ή στις συσκευασίες των προφυλακτικών, ή ίσως στ’ αλήθεια δεν θέλει ποτέ να αποκτήσει εγγόνια. Όπως και να έχει πάντως, αν βρέχει καταρρακτωδώς, κρατάω ομπρέλα, ψώνια, κλειδιά και έναν ζεστό καφέ και χτυπήσει το κινητό μου, θα είναι η μάνα μου. Όπως και αν μου έχει σκάσει το λάστιχο στο αυτοκίνητο και είμαι στα τέσσερα προσκυνώντας τον γρύλο και προσευχόμενος να μην περάσει κάποιο αμάξι και μου σιδερώσει τους αστραγάλους, ή αν έχω περάσει ανέμελα το χέρι στο μαλλί που έχει κουτσουλήσει ένα διαβατάρικο χελιδονάκι με μόλις επιλυθείσα δυσκοιλιότητα. Απάντησα, φυσικά, αμέσως, γιατί η μάνα μου, όπως οι περισσότερες μάνες, καλεί μέχρι να το απαντήσεις‒ είτε αυτό είναι την πρώτη φορά είτε την εκατοστή. Ούτως ή άλλως, μόνο η μάνα μου ξέρει πως έχω σταθερό.

«Τι θες πρωινιάτικα;» τσίριξα στη συσκευή.

«Χίλια συγγνώμη, κύριε Ανδρέου», άκουσα μια μελένια φωνή, που σίγουρα δεν ανήκε στη μάνα μου, στην άλλη γραμμή.

«Ποιος είναι; Είμαι ευχαριστημένος από τον πάροχο φυσικού αερίου μου, κινητής τηλεφωνίας, ασφαλιστικής κάλυψης, βασικά όχι και τόσο, αλλά αρκετά για να μη θέλω να μιλήσω αξημέρωτα μαζί σας».

«Κύριε Ανδρέου, η Ντάρσυ είμαι».

«Α, δεν σας κατάλαβα, χρυσή μου», είπα γλυκά. Τώρα όχι μόνο νόμιζε λανθασμένα ότι ήμουν γκέι διέσυρα και τους γκέι στα μάτια της ως προς τους πρωινούς τους καλούς τρόπους.

«Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας, αλλά θα ήθελα να σας δω επειγόντως και σκέφτηκα πως, πολυάσχολος καθώς είστε, καλύτερα να σας έκλεινα από νωρίς».

Μόλις είχα ρουφήξει την πρώτη γουλιά καφέ και σχεδόν την έφτυσα πάνω στο ακουστικό.

«Μα τι ευχάριστη έκπληξη!» της είπα. «Μισό λεπτό να φέρω την ατζέντα μου».

Άπλωσα το χέρι μου στην άκρη του τραπεζιού της κουζίνας και έπιασα ένα μισοκομμένο κέικ τυλιγμένο με μεμβράνη.

«Θα μπορούσατε σήμερα το απόγευμα;»

«Αχ, τι κρίμα», της είπα, κόβοντας μικρές μπαλίτσες κέικ με το νύχι μου. «Έχω κάποια επαγγελματική υποχρέωση».

«Νωρίτερα τότε;»

«Δυστυχώς σήμερα είναι από τις χειρότερες μέρες. Σε δύο ώρες θα πρέπει να βρίσκομαι στην εφημερίδα, το μεσημέρι έχω ένα επαγγελματικό γεύμα και μετά, όπως προείπα, μια βιβλιοπαρουσίαση». Ασυναίσθητα είχα χαράξει ματάκια και στόμα στο κέικ, και αυτό με κοίταζε πραγματικά έκπληκτο.

«Τέλεια!» είπε η Ντάρσυ και την άκουσα να χαμογελάει από την άλλη μεριά της γραμμής. «Έχουμε δυο ολόκληρες ώρες, λοιπόν. Μπορώ να είμαι στο Σεντράλ σε μισή ώρα».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΥ

«Η άκρα του τάφου σιωπή των διανοούμενων δεν είναι κάτι καινούργιο, καινούργιο είναι ότι τώρα τελευταία επέρχεται κυριολεκτικά.
Μπορεί να είναι συμπτωματικοί οι θάνατοι τόσων πολλών ανθρώπων των γραμμάτων;
Ο Δαμιανός, ένας σχιντζής, πλην χιουμορίστας, κριτικός λογοτεχνίας, θα μπορούσε να καταλάβει τι τρέχει, αν η καινούργια του φιλενάδα τον άφηνε να δει πέρα από το, ομολογουμένως, φαντασμαγορικό ντεκολτέ της.
Ένα βιβλίο κενό βαθύτερου περιεχομένου για τους διαστροφικούς που περνάνε καλά διαβάζοντας.»

Χρωστώ στον Γιάννη Πάσχο που μου ταχυδρόμησε το βιβλίο την ανακάλυψη της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη. Μια αστυνομική ιστορία, πραγματική απόλαυση για βιβλιόφιλους, που θα σας κάνει να γελάσετε, να χαμογελάσετε, να τρανταχτείτε από τα γέλια. Ήθη και έθιμα της αγοράς βιβλίου με συγγραφείς, ποιητές, κριτικούς και παρατρεχάμενους, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.

Σωτήρης Παστάκας

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!