Μπορεί ένα λογοτεχνικό έργο να επιζήσει των κακοποιήσεων, στις οποίες υποβάλλεται από τον μεταφραστή; Όχι μόνον επιζεί, αλλά σύμφωνα με τον Μπόρχες, η αντοχή του στις κακοποιήσεις, τους ακρωτηριασμούς (από μερικές λέξεις μιας φράσης έως τον αποκλεισμό ολόκληρων παραγράφων, και κεφαλαίων ακόμη), και την εκφραστική παρερμηνεία του, αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο μεγαλοσύνης. Ένα μόνον παράδειγμα αρκεί να βεβαιώσει του λόγου το αληθές: οι μεταφραστικές ταλαιπωρίες του Δον Κιχώτη. Αιώνες ολόκληρους, το αριστούργημα του Θερβάντες, υφίστατο κάθε είδους κακοποιήσεις και ακρωτηριασμούς. Γι’ αυτό ίσως, οι κυνηγοί του απόλυτου, που απάρτιζαν το μυστικό Κοινοβούλιο, είχαν συγκεντρώσει τρεις χιλιάδες τετρακόσιους τόμους του Δον Κιχώτη, σε διαφορετικές εκδόσεις, διαφορετικά μεγέθη και τυπογραφικές εκδοχές. Ίσως, γιατί ακόμη και το χειρόγραφο δεν αποτελεί παρά την ημιτελή εικόνα αυτού που είχε στο μυαλό του ο δημιουργός. Το πρώτο lapsus πολλές φορές φέρει καθ’ ολοκληρίαν την ευθύνη του συγγραφέως. Από κει και στο εξής, η αλυσίδα των αβλεψιών, των παρερμηνειών και των κοινότοπων τυπογραφικών λαθών, χαίρει απόλυτης ελευθερίας κινήσεων. Αυτή η διαδικασία λαθών επί λαθών-που έχει ως αρχή τον ίδιο τον συγγραφέα, περνάει από τον τυπογράφο και τον διορθωτή και τον επιμελητή της έκδοσης και καταλήγει στον αναγνώστη, που ως γνωστόν διαβάζει άλλα αντί άλλων-όπως καταλαβαίνετε δεν μπορεί παρά να επηρεάσει και τον επίδοξο μεταφραστή του. Ο οποίος, θύμα συχνά μιας παράκρουσης, πιάνει και ξεπετάει το όλον έργον πάνω σε μια εσφαλμένη προσωπική ερμηνεία. Τι σημαίνει αυτό; Να μεταφράσεις π.χ. τη Νήσο των Θησαυρών του Ρ.Λ.Στήβενσον, βάσει των οικολογικών σου πεποιθήσεων, παρουσιάζοντάς την ως τον επίγειο παράδεισο, εκεί όπου ο συγγραφέας της δεν έβλεπε παρά την κόλαση της απολίτιστης φύσης. Δεν το πιστεύετε; Επιμένετε ακόμη στην άποψη πως όλοι οι μεταφραστές μεταφράζουν από το ίδιο βιβλίο; Μέσα στο 1991, κυκλοφόρησε στην Ιταλία, από τις εκδόσεις Adelphi, σε έναν καλαίσθητο τόμο-όπως είναι στην παράδοση των εν λόγω εκδόσεων-η νέα μεταφραστική εκδοχή της Νήσου των Θησαυρών, με τα προαναφερθέντα αποτελέσματα.
Η μετάφραση, πολύ συχνά, αντί να αποτελεί τον μέγιστο βαθμό ανάγνωσης ενός έργου, δεν είναι τίποτα άλλο από την ύψιστη παρανόησή του. Κάθε λογοτεχνική γενιά συμβαίνει να έχει τις δικές της λογοτεχνικές απόψεις, το δικό της κατάλογο από δυνατές κι αδύναμες λέξεις, τη δική της ορθογραφία, τη δική της θεωρία για το συντελεσμένο στην παγκόσμια λογοτεχνία και κατ’ επέκταση τις δικές της μεταφραστικές εκδοχές. Η κάθε γενιά διαβάζει διαφορετικά τις προηγούμενες, κι επομένως μεταφράζει αλλιώτικα. Βλέπουμε λοιπόν, πως η μετάφραση υπόκειται στα γούστα της εποχής της, ή αν θέλετε στις προτιμήσεις του μεταφραστή, που αν ευδοκήσει εκφραστικώς μπορεί να υιοθετηθεί από μια ολόκληρη γενιά (π.χ. η Έρημη Χώρα του Σεφέρη). Μια καλή μετάφραση, μια άριστη μετάφραση, ωστόσο, δεν μπορεί να επιβιώσει της εποχής της, εις δόξαν του πρωτότυπου, που διασχίζει τους ωκεανούς των αποδόσεων διατηρώντας το σκαρί του αφουντάριστο.Το πεπερασμένο των μεταφράσεων δεν πρέπει να αποκαρδιώνει τους επίδοξους μεταφραστές, αν και δεν παύει να αποτελεί κόλαφο για όσους μικροπρεπείς βλέπουν την προσωπική τους σωτηρία, την απόκτηση ή την διατήρηση του κύρους, κλέβοντας εν τη μωρία τους την αίγλη του πρωτότυπου, βέβαιοι πως μπορούν να την χρησιμοποιήσουν ως έξωθεν καλή μαρτυρία, προς υπεράσπιση των προσωπικών τους επιλογών και προτιμήσεων.
Καμία μετάφραση, όσο επιτυχημένη κι αν είναι δεν αποτελεί έργο ζωής. Πολύ περισσότερο δε, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα όποια υψηλά ή ποταπά δίκαια του μεταφραστή. Στο μόνο που μπορεί να ελπίζει κάποιος μεταφραστής, εάν ευτυχήσει, είναι απλώς στη δημιουργία ενός προηγούμενου. Και δεν είναι λίγο. Αν θυμόμαστε καλά, κουλτούρα σημαίνει τη δημιουργία ενός προηγούμενου: μια χαρακιά πάνω στο χέρσο έδαφος, άλλη μία κι ακόμη μία. Δεν έχουμε ανάγκη από “μεταφραστικούς άθλους”. Έτσι κι αλλιώς, οι τελευταίοι γνωστοί άθλοι είναι εκείνοι του Ηρακλέους.Με άλλα λόγια: οφείλουμε όλοι μας κι όποιος μπορεί, ιδιαίτερα, να συμβάλλουμε στη δημιουργία μιας μεταφραστικής παράδοσης. Στο ιταλικό περιοδικό Poesia που διευθύνει ο Νικόλα Κροτσέττι (έξοχος συν τοις άλλοις, μεταφραστής στα ιταλικά του Ρίτσου και του Καβάφη), μια μηνιαία στήλη αναφέρεται ακριβώς στην “παράδοση των μεταφράσεων”, όπου ένα ποίημα στο πρωτότυπο συνοδεύεται από τις πολυάριθμες εκδοχές του (χρονικές, αισθητικές κλπ.) στα ιταλικά. Ας μην ξεχνάμε, επίσης πως ένα από τα σημεία “υπεροχής” των ιταλών έναντι των γάλλων διανοουμένων, για μια δεκαετία τουλάχιστον, αποτέλεσε η άμεση μετάφραση στα ιταλικά των Minima Moralia του Αντόρνο, των οποίων η αντίστοιχη γαλλική έκδοση έγινε με μεγάλη καθυστέρηση (επιτέλους, τα αποκτήσαμε και στην ελληνική!). Φαντάζεστε, Γάλλους και Ιταλούς να υπερηφανεύονται για τη γλωσσομάθειά τους της γερμανικής, ώστε να απολαμβάνουν τα μεγάλα έργα της γλώσσας αυτής στο πρωτότυπο;
Ευχόμαστε την επάρκεια της αγγλικής σε όλους τους Έλληνες, αλλά αυτό δεν μας απαγορεύει να χαιρετίσουμε την δεύτερη αλλά κατ’ ουσία πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση του Οδυσσέα του Τζόυς στα ελληνικά, με την αίσθηση πως αποκτήσαμε επιτέλους ένα αξιοπρεπές “προηγούμενο”. Είθε κάθε χρόνο να έχουμε μια διαφορετική μεταφραστική εκδοχή του ίδιου έργου. Ο μεταφραστής (οποιοσδήποτε μεταφραστής), δεν οικειοποιείται σε καμιά μετάφραση όσο άριστη κι αν είναι, το πρωτότυπο, το οποίο εξακολουθεί να ζει τη δική του προσωπική ζωή και πορεία. Άλλοι ας το βιάσουν κι ας το πασπατέψουν ανάλογα. Γνωρίζοντας πως η σχέση μας μαζί του, μπορεί να εξελιχθεί από μια τυχαία θωπεία στα μαλακά, σε επιπόλαιο εναγκαλισμό ή σε θυελλώδη συνουσία (επιτυχημένους έρωτες μας παραθέτει ο Ζωρζ Μούνιν στο βιβλίο του Traductions et Traducteurs: όταν ο Μαλλαρμέ συναντά τον Πόε, ο Φιτζέραλντ τον Καγιάμ, ο Σέσιλ Νταίη Λιούϊς τον Πωλ Βαλερύ κλπ.), έως την αδιανόητη τεκνοποίηση, της οποίας αναφέρεται μία και μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια λογοτεχνία: ο τοκετός του Πόε από τον Μπωντλαίρ. Ίσως, θα έπρεπε να συστήσουμε στους αμερικανούς να διαβάσουν τον Πόε στα γαλλικά, για να καταλάβουν επιτέλους το μεγαλείο του μέτριου και φλύαρου συμπατριώτη τους, όπως διατείνεται ο Sergio Perosa στην εισαγωγή του της ιταλικής έκδοσης των διηγημάτων του Πόε.Επειδή δεν υπάρχουν κείμενα “αμετάφραστα”, κι οτιδήποτε έχει γραφτεί σε μια οποιαδήποτε γλώσσα μπορεί θαυμάσια να αποδοθεί σε οποιαδήποτε άλλη, πολύ περισσότερο δεν υπάρχουν “ιερά” κείμενα, που πρέπει να τα απολαμβάνουμε μόνον ηδονοβλεπτικώς. Ο καθένας ας ερωτοτροπήσει σύμφωνα με την κλίση του, γνωρίζοντας ωστόσο πως αγκαλιάζει φαντάσματα. Από τα τρία μεγάλα έργα του αιώνα, κανένα δεν διαθέτει ένα συγκεκριμένο σώμα. Η Αναζήτηση του χαμένου χρόνου, συνεχίζει να αναπτύσσεται, εξαναγκάζοντας τους μεταφραστές της να φοράνε ξυλοπόδαρα προκειμένου να προλάβουν τις αλλεπάλληλες διαφορετικές εκδοτικές μορφές του έργου. Το σώμα του Κάφκα αποκτάει πτυχές που τις είχε εξαλείψει το νυστέρι του Μαξ Μπροντ, και πριν ακόμη κοπάσουν τα σχόλια για την ελληνική απόδοση του Οδυσσέα, αντιληφθήκαμε πως δεν υπάρχει οριστική έκδοση ούτε καν στο πρωτότυπο. Η μετάφραση, καταδικασμένη να είναι ένα πεπερασμένο λογοτεχνικό είδος λόγω των εγγενών της αδυναμιών και χαρακτηριστικών, έχει να αντιμετωπίσει άλλον έναν εφιάλτη: να βλέπει το κείμενο με το οποίο καταπιάνεται να μεταμορφώνεται συνεχώς μέσα στα χέρια της. Από ποίο κείμενο μεταφράζουμε, τέλος πάντων;
artworks : Don Suggs