[γράφοντας ένα ποίημα στο περιθώριο των σκέψεων μου]
κουράζω τα μάτια μου με πράγματα που ονειρευόμουν
τεντώνω το δέρμα των ημερών μου
πριν χαρώ την ξεγνοιασιά στην περίοδο των διακοπών
αυτά σκέφτομαι
χωρίς κανένα άλλο ίχνος από το φλεγόμενο γράψιμο
από το κενό στις άκρες της σελίδας
η βεβαιότητα που ανοίγει σαν όνομα φίρμας
σε τηλεοπτική διαφήμιση την εποχή των εκπτώσεων
να ολοκληρώσω το ποίημα που γεννιέται τρέμοντας
μακριά από τον κόσμο σε ένα νησί αχαρτογράφητο
αυτά σκέπτομαι
σε μια γλώσσα άγνωστη με λέξεις πρωτόγνωρες
μιλώντας μόνος – πάντα μόνος
σαν την ημέρα που κάποιος
περιγράφει τον κόσμο σου και μπορεί μόνο να βρει
μια περιοχή ρημαγμένη και εγκαταλειμμένη
και ένα δάσος με δένδρα ξεριζωμένα από τις ρίζες
και εσύ μένεις ακίνητος μπροστά σε αυτή τη σελίδα,
γι’ αυτό θα χάσεις τη φωνή σου
ανάμεσα σε ξεθωριασμένες σκιές
ανάμεσα στα πρόσωπα που σε αρνούνται με πείσμα