[σκαρφαλώνοντας στα σύννεφα
όταν ο ήλιος γυρίζει ανάποδα]
αν τα αεροπλάνα πορεύονται προς
τον μακρινό ορίζοντα της απώλειας
εδώ κάτω στην γη οι έρημοι δρόμοι
της πόλης θα άρπαζαν φωτιά
για μια αγκαλιά με τα ουρλιαχτά
των αγγέλων να ξηλώνουν από
τους τοίχους των κτιρίων τη σιωπή
που φανερώνει την απουσία του θεού
του φθόνου του μίσους και της πονηριάς
οι ανήμποροι έρωτες θα σύρονται
βουτηγμένοι σε ένα ποταμό
στο αίμα τους άδικα σφαγιασμένοι
όπως η βροχή θολώνει την όραση
και δε βλέπουμε τις αλήθειες
προτού γίνουν ψέμματα και το χρόνο
να μεταμορφώνεται σε απογοήτευση
με τη ρίζα του κακού να μεγαλώνει
μέσα μας μέχρι να συνθλιβεί στις
γραμμές της παλάμης κάθε λεπτό
της χαμένης ανθρώπινης αθωότητας
αυτό το ταξίδι θα μπορούσε να είναι
πιο κουραστικό και το πιο επώδυνο
αν δε χρονοτριβούσα με τις λέξεις
αν δεν έλιωνα τόσα χρόνια μόνος
πάνω σε μια πέτρα λίγο πιο μακρυά
απ τη θάλασσα ακούγοντας μια φωνή
να τραγουδά τη μελωδία της ευτυχίας
άδικα να αναμένω εκ των υδάτων να
αναδυθεί ολόκληρος ένας άλλος κόσμος
που η ψυχή μου πάντα τον αναζητούσε
σαν έναν επίγειο προσωρινό παράδεισο