[μητέρα το φως στο κενό της αβύσσου]
μέχρι να χαμογελάσει το χειλάκι σου
άστρα και γαλαξίες φύτρωσαν
ανάμεσα στα λυμένα σου μαλλιά
βούρκωσαν από την αχαριστία
της ταλαιπωρίας των καταφρονεμένων
τα πελώρια καταγάλανα σου μάτια
την ώρα που σε ποδοπάτησε ανελέητα
η κούραση απ το πλήρωμα του χρόνου
τυλιγμένη μέσα σε μαύρα χρώματα
πάντα σε θυμάμαι με σφραγισμένα τα χείλη
να μη λες κουβέντα για τίποτα – λέξη
αλλά ν’ ανοίγεις διάπλατα την αγκαλιά
σαν να προσεύχεσαι γονατιστή
στο εικονοστάσι με τα κάτασπρα στέφανα
του γάμου σου μέχρι να σου φανερωθεί
η κρυφή γεωμετρία της πτώσης σου
μηδέν χρώμα μισή καρδιά μισή βροχή
κι ελάχιστο φως ν ακτινοβολεί
φως θεραπευτικό φως πέρα από κάθε
τρυφερότητα να φωτίζει τα γύρω και τα πάντα
εντελώς ανυποψίαστη αγύμναστη απροετοίμαστη
πως να αντέξουν οι ώμοι σου τέτοιο βαρύ φορτίο;
ποιανού άραγε την θλίψη και τις αμαρτίες
εξαργύρωσες με αμέτρητους αιώνες υπομονής;
ένα σκαλί να χωρίζει κάθε σου απόφαση
απ΄την σωστή και λάθος επιλογή
να τρίβεις με σύρμα χοντρό τις κατσαρόλες
απλώνοντας στο σκοινί τα άπλυτα ρούχα
σφουγγαρίζοντας τις βρομιές στο πάτωμα
να θρηνείς για τα παραπεταμένα σου όνειρα
σε μια άσπλαχνη έρημο σπαρμένη
από ανθρώπινα οστά ευχές και κατάρες
στα υπόγεια υποστρώματα της ψυχής σου
πραγματικοί εφιάλτες διασκορπίζονται
στα οδυρόμενα μητρώα σου σπλάγχνα
εκεί στο σημείο που συναντιούνται
το αγαθό το ανεξίκακο και το ωραίο
με την ζωή και την ελπίδα και αναγκάζουν
την καρδιά σου να δοκιμάζει
την υπομονή της τραυλίζοντας από αγάπη
μνήσθητί μου ρε μάνα
πως τα κατάφερες αθόρυβα
να πεθάνεις και ν΄αναστηθείς
χίλιες φορές
κι από ένα απλό πλάσμα της φαντασίας μου
να γίνεις το σύμβολο της ρευστότητας
ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους;