[παρατηρώντας τα άνθη του χρόνου]
ανέπνεα λαίμαργα το άρωμα
απ την ιδρωμένη σάρκα του κόσμου
όταν ο κόσμος χόρευε μέσα μου
ήμουν σε σύμπνοια με τη βροχή
γινόμουν ένα με τα τρεχούμενα νερά
με την ανάσα της θάλασσας
ήμουν γεμάτος από τα όνειρα
των ανθισμένων φυτών
ένα νυσταγμένο βουνό σαν εραστής
μετά από μια βραδιά έρωτα
πάντοτε μαγεμένος απ το φωτεινό
πρόσωπο της ανθρώπινης καρδιάς
αλλά εδώ που στέκομαι σήμερα
σε καιρούς που τίποτα δε μου κινεί
το ενδιαφέρον
δε θέλω να σταματήσω να βλέπω
τα ελάχιστα πράγματα
που με αφορούν μέσα από τους
παραμορφωτικούς φακούς
της ακρωτηριασμένης μου όρασης
έστω και αν τα βλέπω με τα ματιά
ενός άλλου
που αναρωτιέται τι θα ήταν και τι θα
είχε γίνει
αν δεν ήταν αυτό εντέλει που έγινε
ανίσχυρος να αντισταθεί στο αθώο
αλλά πολύ πικρό χάδι της μελαγχολίας