Στης Πελοποννήσου τον Νότο,
από ένα βράχο αγνάντευα,
βούλιαζα μεσ’ στα πέλαγα.
Εκεί βρήκα το Τίποτα
το σφάλισα στη χούφτα μου.
(Δεν το χωρούσεν η καρδιά μου,
τόσα κουρέλια που ‘χε πια μαζέψει)
Το Τίποτα είναι αντίβαρο στο Παν
ή μάλλον το αντιφέγγισμα του.
Αν πρώτα υποφέρουμε το Παν
θα ‘ρθει πλημμύρα μας
η απάθεια
του πάθους.
Πώς λαχταρώ
να ξυπνήσω εκεί.
Τι μεσ’ από τη χούφτα μου
ξεχύνεται
σιγά-σιγά
το Τίποτα.
[μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος]