[ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ]
Στον Θεόδωρο Παντούλα
Βαδίζαμε
με κάλυψη τον ίσκιο των τειχών,
κρυφά απ’ αντηλιές παράταιρες, από υπομνήσεις άβολες,
κωφεύοντας σε γλώσσες θρυπτικές,
ψηλαφητά τ’ άφεγγα βράδια π’ όλο πλήθαιναν
[…]
βαδίζαμε
[…]
Απ’ τα ξενοσπαρμένα ονείρατ’ αλλοπρόσαλλοι,
αιώνες δυο στον τρίτο και στις αναποδιές —που πλήθαιναν
κι αυτές—
επαφρίζοντας τας εαυτών αισχύνας, κοντοστεκόμασταν: σε φθόγγους
που ’παψαν να ραβδίζουν∙ στης φύσης τα συμβεβηκότα∙ στου
λιναριού τα πάθη∙ στ’ αρρήτου την ανάμνηση που άστραφτε στα
πρόσωπά μας άλλοτε ωσάν —ας πούμε— Ιούλης∙ σε μαντεψιές
άραγε
τίνος του ’μελλε να κορνιζαριστεί, ποιον ν’ αγιογραφηθεί ή ποιον
η λήθη του επεφύλασσε μια παρουσία απούσα.
Και παίρνοντας στο κατόπι της ουράς μας τ’ ανέμελο σκέρτσο,
βαδίζαμε
στον ίσκιο των τειχών που σιωπηρά
άλλαζαν χέρια.
[ΞΑΜΟΛΗΣΑ ΑΠ’ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ…]
ΞΑΜΟΛΗΣΑ απ’ το μέτωπο το κόκκινο μπαλόνι
να δω πέρα απ’ τα σύννεφα δι’ εσόπτρου
ποιο αίνιγμα δονεί το Σύμπαν
και με πιάνει ναυτία.
Πραμ… Πραμ… Πραμ…
Πραμ… Πραμ–πραμ… Πραμ…
Ο Αχιλλέας Περσίδης καβάλα στο δαμασμένο «Άλογο»
του Τούμας,
βάλθηκε να μερέψει και τον απ’ αιώνος μαινόμενο Ταύρο.
Το μεσοτοίχι του φραγμού τρίζοντας
άρχισε να καπνίζει απ’ τις γωνιές
μέχρι που έξαλλο ογκάνισμα το ‘κανε θρύψαλα.
Το κόκκινο μπαλόνι επέστρεψε άθικτο
με μια παρτιτούρα γραμμένη σε Ντο μείζονα
δεμένη στο σπάγκο και μούσκεμα.
Μάλλον μόλις
πιστώθηκε
ωρίμασε
ο κόσμος
ακόμη μια μέρα.
κατά μία ημέρα.
Όλε !
[ΕΠΙΑΣΑΝ ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΑΚΡΗ…]
ΕΠΙΑΣΑΝ από μιαν άκρη της γραμμής του ορίζοντα
ν’ ασκηθούν στη διελκυστίνδα.
Ο ένας στ’ όνομα της ζωής. Στης γνώσης ο άλλος.
Στο τάνυσμα στέναξε η αυγή μεσ’ από μαρμαρυγές.
Στο άφημα στα ροδαλά τους μάγουλα ξεπρόβαλε
το δείλι.
Κάποιοι δεν είδαν τίποτα περσότερο από δυο δέντρα
κατσικωμένα στου βάθους το πέρα.
Άλλοι μίλησαν για τον αέναο της ανθρωπότητας βραχνά,
που ξεροβήχοντας παλαντζάρει στο ημιδιάφανο σχοινί.
Για μένα ήταν απλά δυο γραφιάδες αναμετρούμενοι με το
δαιμονικό τους.
Και για την ιστορία: έσφιξα απ’ την μέση να συντρέξω
αυτόν π’ άκουγε στ’ όνομα Νίκος.
Αμαρτία εξομολογουμένη, ουκ έστιν αμαρτία.