
[Λευκό χαρτί] της Βάνας Ξιάρχου
Να γράψω, γράφω για ποιόν, γράφω για μένα; Για ποιό λόγο γράφουμε οι άνθρωποι;
Να γράψω, γράφω για ποιόν, γράφω για μένα; Για ποιό λόγο γράφουμε οι άνθρωποι;
Η μυρωδιά των πτωμάτων που ξεχωρίζω καθαρά κάτω απ’ τη μυρωδιά του χόρτου και του χώματος, δεν μού είναι δυσάρεστη
Από το δρόμο περνούσε πού και πού κάποιο βιαστικό αυτοκίνητο, το φως του έπεφτε φευγαλέα γύρω και φώτιζε ένα μισοσκότεινο, ακίνητο τοπίο, μετά πάλι σκοτάδι και σιωπή.
μια νύχτα εγώ κι εκείνη ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά, έχεις δει ποτέ σου λίμνη;, όχι, πού να τη δω;
Στα βόρεια είχε ήδη νυχτώσει, κανείς όμως δεν φαινόταν να
παραξενεύεται που στη μισή πόλη ήταν νύχτα και στην άλλη μισή απόγευμα.
τι άλλο, άλλωστε, είμαστε αν όχι τα αθύρματα του χρόνου, που όσο κι αν μοχθούμε, όσο κι αν επιζητούμε μιαν άλλη σχέση μαζί του, καταλήγουμε ηττημένοι
Οι φανατικοί είναι άτομα προβληματικά, τόσο πολύ, που φτάνουν στο
σημείο να έχουν ανάγκη ένα ζωτικό μίσος για να υπάρχουν
ναι, θέλει κόπο πολύ και
χρόνο και αγρανάπαυση, το μέλλον να φουντώσει
Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!